Κείμενο μου από το περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ 188, ΕΝ ΙΟΡΔΑΝΗ

Μερικά λουλούδια, κατά την αστική παράδοση, διευκολύνουν την επικοινωνία ειδικά όταν κάποιοι συστήνονται πρώτη φορά.

Με Τα Άνθη του Κακού / Les Fleurs du Mal, ο Σαρλ Μπωντλαίρ συστήθηκε μέσα από τα ποιήματά του το 1857 και η αντίδραση δεν είχε τους περιορισμούς που ορίζει η αστική ευγένεια της εποχής. Η ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε σε 1100 αντίτυπα, καταδικάστηκε για προσβολή της δημοσίας αιδούς και έξι από τα ποιήματά του απαγορεύτηκαν. Ήταν η εποχή που οι λέξεις θεωρούνταν επικίνδυνες και ικανές να προκαλέσουν στο κοινό διέγερση ανεξέλεγκτων αντιδράσεων, και για να ανησυχούσαν τόσο πολύ… μάλλον ήταν.

Ήταν η εποχή της κορύφωσης της Βιομηχανικής Επανάστασης όπου οι πρώην αγρότες, εργάτες γης και κτηνοτρόφοι μεταφέρονταν σωρηδόν για να προσφέρουν την εργασία τους στις μητροπόλεις. Τεράστια κτίρια ξεφύτρωναν αλλάζοντας το τοπίο, μεγαθήρια που στέγαζαν τις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες και άλλα προορισμένα για τους αστούς, τη νέα τάξη που αναπτυσσόταν με τις αλλαγές των καιρών.

Το τεχνητό φως κυριαρχούσε παντού, άσβεστο, που, όπως έγραφε και ο Πόε, «τρεμάμενο και σκληρό, προσβάλλει το μάτι». Οι νέοι κάτοικοι υποχρεώνονταν να ξεχάσουν τον κύκλο του φυσικού ηλιακού φωτός που είχαν στα χωριά τους και να προσαρμοστούν βίαια στη ρουτίνα των μεγαλουπόλεων.

Τα φώτα δεν έσβηναν ποτέ και οι κάτοικοι οδηγούνταν στο noctambulisme, κινούμενοι ακατάπαυστα ως «ένας υπνοβάτης που μπορεί να αναπαύεται πότε-πότε αλλά δεν έχει το δικαίωμα να κοιμάται».

Σε μια τέτοια κατάσταση μετάλλαξης θα πίστευε κανείς ότι η εσωτερική αναζήτηση που είχε βρει την έκφρασή της στην Ευρώπη με τη διήγηση του Γκράαλ, δεν θα είχε χώρο και τόπο για να υπάρξει.

Και τότε, μέσα σε εκείνη τη διστοπική πραγματικότητα, ο Μπωντλαίρ θα συστήσει τον flâneur, τον περιπατητή που περιφέρεται χωρίς σκοπό ανάμεσα στα τερατώδη κτίρια της πόλης, παρατηρώντας.

Στο κενό ανάμεσα στους όγκους των κτιρίων δημιουργούνται οι Στοές του Παρισιού, και είναι ο αγαπημένος τόπος αυτών των περιπλανώμενων. Έχουν γυάλινη οροφή για να προστατεύει από το κρύο και τις βροχές και μέσα εκεί δημιουργούνται εμπορικά καταστήματα. Ο ουρανός πίσω από την οροφή είναι πια απόμακρος, δεν μπορεί να αγγίξει τον άνθρωπο με τον αέρα ή τις ψιχάλες, είναι ένα ομοίωμα τις παλιάς του εμπειρίας.

Ο flâneur, ωστόσο, συνεχίζει τη δική του ιδιότυπη ρομαντική αναζήτηση, «βοτανολογεί στην άσφαλτο», ονειρεύεται το γρασίδι και το χώμα που έχει εγκλωβιστεί κάτω από τα πλακοστρωμένα χιλιόμετρα.

Η Δέσποινα των λογισμών, που η νοσταλγία της φευγαλέας και απρόσιτης ματιάς της ενέπνευσε την ιπποτική περιπλάνηση, δεν χάθηκε μέσα στις δαιδαλώδεις διαδρομές της πόλης.

Ο ποιητής την αναζητά στο φευγαλέο βλέμμα της Κυράς που συνοδευόμενη μπαίνει βιαστικά σε ένα μαγαζί, στο φευγαλέο βλέμμα της πόρνης που η άμαξα την παίρνει μακριά μέσα στα φώτα του βουλεβάρτου.

Οι νέοι κάτοικοι της πόλης συναγωνίζονται να ενσωματωθούν και συγχρονισμένοι να δείχνουν και να είναι μέρος της ρουτίνας που η εποχή τους επιβάλλει.

Όμως ο flâneur πιστεύει στον άνθρωπο, πιστεύει πως μέσα σε αυτή την ισοπεδωτική ομοιομορφία κάποιοι διατηρούν τη μοναδικότητα της ανθρωπινότητας και ο ίδιος δεν παύει να αναζητά με τον δικό του τρόπο.

«Ο ποιητής απολαμβάνει αυτό το ασύγκριτο προνόμιο να είναι κατά βούληση είτε ο εαυτός του είτε κάποιος άλλος. Σαν εκείνες τις περιπλανώμενες ψυχές που αναζητούν ένα σώμα, εισχωρεί, όταν το θέλει, στο πρόσωπο οποιουδήποτε άλλου».

Και σχολιάζει την τακτοποιημένη εποχή του και τη σχέση τη δική του με τον «έτερο», τον αναγνώστη, στο ποίημα που του αφιερώνει. Όπου ανάμεσα, «Στα θηρία που σκούζουν, ουρλιάζουν, κράζουν, σέρνονται / Μέσα στο ελεεινό θηριοτροφείο των παθών μας,
Εκεί βρίσκεται ένα πιο άσχημο, πιο μοχθηρό, πιο βρώμικο! / Αν και δεν κάνει ούτε μεγάλες χειρονομίες ούτε δυνατές κραυγές / Ευχαρίστως θα έκανε τη γη θρύψαλα / Και μέσα σ’ ένα χασμουρητό θα κατάπινε τον κόσμο. / Είναι η Πλήξη! – το μάτι φορτωμένο από ένα αθέλητο δάκρυ, / Ονειρεύεται το ικρίωμα καπνίζοντας τον ναργιλέ του. /
Το ξέρεις, αναγνώστη, αυτό το ντελικάτο τέρας, / Υποκριτή αναγνώστη –όμοιέ μου– αδελφέ μου! (Hypocrite lecteur, mon semblable, mon frere)».

Αυτήν την τελευταία φράση θα χρησιμοποιήσει 60 χρόνια αργότερα και ο Τ.Σ. Έλιοτ στο μνημειώδες έργο του The Waste Land. Όπου «Έρημη Χώρα» στη δυτική εσωτερική παράδοση ορίζεται ο τόπος που η μυητική παράδοση ή, αν προτιμάτε, το πνευματικό φως, έχει σβήσει.

Το γνωρίζει πολύ καλά ο Έλιοτ καθώς εισάγει τον αποκρυφισμό στην εποχή του και τον Μοντερνισμό. Στο ποίημά του συγχωνεύει το δικό του Λονδίνο, το Παρίσι του Μπωντλαίρ και την Κόλαση του Δάντη.

Επισκέπτεται, στην εισαγωγή, «την κυρία Σόζοστρις (δανεισμένη από τον Aldous Huxley ), τη διάσημη χαρτομάντισσα» για να καταλήξει: «Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας».

Ακολουθεί το Unreal CityΑνύπαρχτη Πολιτεία όπως το απέδωσε ο Σεφέρης), τίτλος δανεισμένος από τους Les Sept vieillards, του Μπωντλαίρ, ένα ποίημα αφιερωμένο στον Βίκτωρα Ουγκώ και μια σπονδή του Άγγλου ποιητή στους δυο Γάλλους προπάτορες.

Η «Unreal City» είναι το Λονδίνο της εποχής του Έλιοτ με τα εκατομμύρια άγνωστων που στρυμώχνονται στους δρόμους του, με το Σίτυ όπου οι εταιρείες του πλανήτη στριμώχνονται και αυτές με τη σειρά τους αναζητώντας τον οικονομικό οργασμό. Τα γνωρίζει πολύ καλά ο Έλιοτ αφού ο ίδιος για να επιβιώσει εργάζεται στην Lloyds Bank. Απευθύνεται στον δικό του «έτερο»:

«Κείνο το πτώμα που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο, Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;» και συνεχίζει: «Κράτα μακριά το Σκυλί, τον αγαπάει τον άνθρωπο και με τα νύχια του θα το ξεθάψει, πάλι! Συ! Υποκριτή αναγνώστη – όμοιέ μου– αδελφέ μου!».

Και βρισκόμαστε τώρα εδώ, έναν αιώνα μετά και τον Έλιοτ. Σήμερα δεν υπάρχουν άνθρωποι σε κάποια ισχυρά κέντρα που κατευθύνουν τις τύχες μας, η διαχείριση των επιλογών και η λήψη αποφάσεων έχει εκχωρηθεί σε αλγορίθμους. Είναι ένας αλγόριθμος η Δέσποινα που πήρε τους λογισμούς σου, όπως είναι ψηφιακά τα δαιδαλώδη μονοπάτια που σε προσκαλούν στη συνεχή αναζήτηση. Και καθώς καθημερινά περιπλανιέσαι, εκατομμύρια άγνωστοι διασταυρώνονται με την πορεία σου και κάποιοι σε σκουντούν (poke) αδιάφορα.

Είναι άραγε αληθινές υπάρξεις ή μάσκες που καλύπτουν κάποιον; Στο βάθος της οθόνης αν παρατηρήσεις καλά θα δεις αμυδρά δυο μάτια, τα δικά σου δυο μάτια που φευγαλέα σε κοιτάζουν. Πίσω από το προσωπείο του συνομιλητή, η αντανάκλαση των ματιών σου ταυτίζεται με τα δικά του μάτια. Είναι ένας «άλλος», ο «έτερος», ο μοναδικός ίσως αναγνώστης αυτής της σελίδας, ή εσύ, σε μια άλλη εκδοχή που υπάρχει κρυμμένη μέσα σε αυτή την οθόνη;

Και έτσι, κοιτάζοντας αυτά τα ομοιώματα ύπαρξης που αναζητούν απεγνωσμένα με λέξεις και σήματα να διαβάσουν το ανέκφραστο, αναθυμάσαι τη φράση των περασμένων ποιητών: Εσύ! Υποκριτή αναγνώστη –όμοιέ μου– αδελφέ μου!

Πηγές

Κάρολος Μπωντλαίρ, Τα Άνθη του Κακού, Σελίδες

Τ. Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα, Ίκαρος

Benjamin Walter, Σαρλ Μπωντλαίρ – Ένας Λυρικός στην Ακμή του Καπιταλισμού, Αλεξάνδρεια

Who is Who

Ο Ιορδάνης Πουλκούρας είναι συγγραφέας και σύμβουλος έκδοσης του περιοδικού ΑΒΑΤΟΝ. Από τις εκδόσεις Αρχέτυπο κυκλοφορούν τα βιβλία του, BleedingAngels-Η Απόκρυφη Παράδοση της Ευρώπης https://archetypo.com.gr/product/h-apokrufh-paradosh-ths-eurwphs/, ΙΕΡΟΔΟΜ – Από τον Μεσαιωνικό Τεκτονικό Μύθο στον Αρχαίο και Αποδεδεγμένο Σκωτικό Τύπο https://archetypo.com.gr/product/ierodom/ και Ένα Μπλουζ για τη Φώτιση https://archetypo.com.gr/product/ena-mplouz-gia-ti-fotish/